Η σπασμένη ουρά

Η σπασμένη ουρά
Το περιμάζεψε, όπως και τ’ άλλα. Εδώ όμως τα πράγματα ήταν δύσκολα. Είχε σπασμένη ουρά, δε θα την κουνούσε πια· και μετατόπιση των τελευταίων οσφυϊκών σπονδύλων. Δε μπορούσε να ελέγξει κύστη, έπρεπε εκείνη να το βοηθά να την αδειάζει κάνοντας απαλές μαλάξεις στην κοιλιά του πολλές φορές τη μέρα. Αυτοκίνητο μάλλον.
Δε μου είχε μιλήσει ποτέ αναλυτικά για εκείνο το ατύχημα. Το είχε αναφέρει ως “το ατύχημα, κάποτε βρέθηκα κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου”, εξηγώντας γιατί δυσκολευόταν να ξαπλώσει στο στρώμα στη γη, γιατί πονούσε η μέση της και χρειαζόταν ώρα να στρίψει.
Τη θυμάμαι την πρώτη μέρα που ήρθε. Καθόταν άκρη στην πολυθρόνα, σταυρωμένα πόδια, η τσάντα αγκαλιά σφιχτά. Με το βλέμμα μετρούσε όλες τις γωνίες του χώρου, λες και διερευνούσε κάθε πιθανή οδό διαφυγής· σα παγιδευμένο γατί. Λίγο μιλούσε, τα απαραίτητα, κλειστές απαντήσεις, μικρές, συνοπτικές. Μέσα σε αυτές, και “το ατύχημα”. Εξωσωματική, είχε ακούσει πως βοηθά ο βελονισμός, και ήρθε.
Είχα κι εγώ ένα πληγωμένο γατί. Η Μαριγώ ζούσε 14 χρόνια με άλλες 7 γάτες σε διαμέρισμα στην Κυψέλη. ‘Οταν πέθανε η θεία μου ξαφνικά, δόθηκαν όλες, ξέμεινε η Μαριγώ, την πήραμε σπίτι. Κρυβόταν 10 μέρες, έλεγες δεν υπάρχει. Της πήρε χρόνο να ξεμυτίσει να βγει, να εμπιστευτεί, να έρθει σιγά-σιγά κοντά. ‘Ήθελε απαλές κινήσεις, χωρίς βία, να νιώσει ασφάλεια, να αποφασίσει εκείνη πότε θα έρθει να μας βρει. Και μια μέρα, ήρθε. Από τότε, την απαιτεί πια την αγκαλιά, η Μαριγώ, τη ζητά ανελέητα με τη βραχνή παράταιρη φωνή της, αδυσώπητα ώς που να υποκύψεις και να παραδοθείς σε εκείνη, που εκπέμπει ακούραστα την ευτυχία της ηχηρά.
Ξεκινήσαμε απαλά τις θεραπείες, λίγες βελόνες, σιγά-σιγά να νιώσει το σώμα ασφάλεια, να πάρει το χρόνο που χρειάζεται να εμπιστευτεί έναν ξένο χώρο, μια απειλητική διαδικασία που από τη φύση της είναι η βελόνα, έναν ξένο άνθρωπο. Κι ενώ είχε έρθει με την πεποίθηση “δεν εμπιστεύομαι πια τους ανθρώπους, μόνο εκείνον”, σταδιακά το διέψευδε μόνη της, στις θεραπείες ανοιγόταν λίγο λίγο, μοιραζόταν, όσο ήθελε και επέτρεπε εκείνη, άρχισε να χαλαρώνει, να βαθαίνει, να ησυχάζει.
Και εκείνη τη μέρα, με το γατί, που ήρθε τόσο αναστατωμένη, φάνηκε πως είχε έρθει η ώρα να δώσουμε χώρο στο ατύχημα. Δίστασε, αλλά άρχισε να το αφηγείται· ξαπλωμένη, χωρίς βελόνες.
‘Ηταν πρωί, πριν 6 χρόνια· διέσχιζε την πλατεία, τον πεζόδρομο. Ενα φορτηγάκι του δήμου με σκουπίδια είδε, και μετά τίποτε άλλο, είδε τον τροχό δίπλα της. Την σκέπασα με κουβέρτες. Είδε τον τροχό δίπλα στο χέρι της κι εκείνη μπρούμυτα στη γη κι από πάνω το αυτοκίνητο και φωνές έξω “σταμάτα, σταμάτα ” και η μηχανή αναμμένη. ‘Ετρεξε και βγήκε με πρωτόγνωρη ταχύτητα, δεν ξέρει ακόμα πώς βρέθηκε στα σκαλιά της πολυκατοικίας. Κάθισε και κοιτούσε πέρα μακριά. Της μιλούσαν, εκείνη δεν απαντούσε, άκουγε, δε μπορούσε να μιλήσει, σα να ήταν σε μια σφαίρα προστατευμένη από όλα, σαν τίποτα να μην την άγγιζε, λες και τα έβλεπε σε ταινία. Κόσμος γύρω, φωνές, κι εκείνη με μια μακρινή αίσθηση, απόμακρη. Αίματα στα χέρια και τα πόδια της. Σιγά σιγά η σφαίρα έσβησε, την έσβησαν οι φωνές που φώναζαν “εσύ φταίς δε φταίμε εμείς, εσύ το προκάλεσες” έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο, το ένιωθε, θα σηκωθεί, θα περπατήσει, κανείς δεν προσφέρθηκε να την πάει, ούτε εκείνες που την πάτησαν με το αυτοκίνητο κάνοντας όπισθεν για να αδειάσουν τον κάδο, σηκώθηκε μόνη να περπατήσει όλο το δρόμο βήμα-βήμα, δεν είναι και λίγο από την πλατεία του Αγίου Νικολάου ως το νοσοκομείο, μα το χειρότερο ήταν πως η μια την ακολουθούσε από πίσω “εσύ έφταιγες όχι εμείς, τι γύρευες πίσω από το αυτοκίνητο,” της μιλούσε ακατάπαυστα, χειρότερο από το ατύχημα ήταν αυτό, εκείνη η γυναίκα που την ακολουθούσε σα μαύρη σκιά, σα σκιάχτρο και την έσκιαζε, γύρισε να τη διώξει, δεν έφευγε, βρήκε φίλους σε ένα καφέ, τι έχεις τη ρώτησαν, ήταν ωχρή και μαύρη, πήρε τον πατέρα, ακατάληπτα λόγια, πώς να του εξηγήσει “σκουπιδιάρικο, νοσοκομείο” της πήρε χρόνο. Και όταν πήγε σπίτι πια, τότε άρχισε ο πόνος. Ο πόνος στη μέση. Δε μπορούσε να κουνηθεί. Την πήγαν σε ορθοπεδικό, έκανε ακτίνες. Μετατόπιση 4 οσφυϊκών σπονδύλων και μια ραγισμένη ακανθώδης απόφυση. Φυσικοθεραπεία και αποκατάσταση.
Για χρόνια κάθε πρωί δε μπορούσε να σηκωθεί. δεν άντεχε να την αγγίξουν καν στη μέση. Κάπως κάπου εκεί ήρθε εκείνος στη ζωή της, εκείνος που ήξερε να φροντίζει πληγωμένα γατιά, και μαζί φρόντισαν πολλά γατιά, και τη γύριζε απαλά το πρωί στο πλάι. Και τώρα, ήθελαν να κάνουν παιδί, να το φροντίσουν μαζί.
Λίγες βελόνες μόνο στο κεφάλι, στα αυτιά. Το σώμα έκανε συσπάσεις, έτρεμε, της εξήγησα πως είναι ο δρόμος για να ελευθερώσει το τραύμα που κρατά μέσα του, “πρέπει να περάσουμε το ποτάμι και μπορούμε να το κάνουμε μαζί, είσαι ασφαλής όταν το σώμα τρέμει στην αφήγηση”, ναι, κάθε φορά που κάτι έλεγε για το ατύχημα το σώμα έτρεμε, είπε. Ζεστές πέτρες πάνω από τις κουβέρτες ζέσταναν το σώμα. Στην κοιλιά, στους μηρούς, στα χέρια. Σιγά σιγά χαλάρωσε, έφυγε η σύσπαση, ολοκληρώθηκε η ιστορία. Γαλήνεψε και μπήκε σε ασφάλεια.
Φεύγοντας, έπιασε τις πέτρες, τις κοιτούσε. σκέφτηκε μόνη της πως θα της άρεσαν να ζεσταίνουν την πλάτη της. Έφυγε μαζί με δύο από αυτές ως την επόμενη φορά. Θεραπευτής του εαυτού, το σώμα ξέρει να επουλώνει τις πληγές του όταν νιώθει ασφάλεια.
Και σήμερα, αρκετές θεραπείες μετά, της είχα ετοιμάσει μια έκπληξη: ζεστές πέτρες για όλο το σώμα. Καμία βελόνα, τίποτα αιχμηρό ούτε για κλάσματα του δευτερολέπτου. Είχε έρθει η ώρα να φροντίσουμε μαζί την πλάτη, να τη ζεστάνουμε βαθιά, να της επιτρέψει να χαλαρώσει, να αφήσει τη σύσπαση που κρατούσε χρόνια. Οι πέτρες ζέσταναν και γλύκαναν το σώμα. ‘Άφησαν το συμπονετικό τους βάρος που σαν χάδι πότισε την ψυχή.
“Πώς ήταν”; τη ρώτησα όταν βγήκε από την τρύπα του κρεβατιού.
“Καλά” μου απάντησε ήσυχα με ένα χαμόγελο κρυμμένο μέσα στη λέξη.
Και η αλήθεια είναι, πως όλα γίνονται πέρα από τις λέξεις. Γιατί δεν υπάρχουν πάντα λέξεις για να τα χωρέσουν. Οι βαθιές αλλαγές κατοικούν εκεί, στη σιωπή και την ησυχία του σώματος.
YΓ. Η ιστορία κοινοποιείται με την σύμφωνη γνώμη της